-
1 камень
кам||еньм ἡ πέτρα, τό λιθάρι, ὁ λίθος:драгоценный \камень ὁ πολύτιμος λίθος· подводный \камень ἡ ὑφαλος· точильный \камень ἡ ἀκονόπετρα, τό ἀκόνι· могильный \камень ἡ ταφόπετρα· бросаться \каменьнями πετροβολῶ, λιθοβολώ· ◊ винный \камень ὁ τρύξ, ἡ τρυγία/ τό πουρί (на зубах)· желчный \камень мед. ὁ χολόλιθος· пробный \камень ἡ λυδία λίθος, ὁ βασανίτης· краеугольный \камень ὁ ἀκρογωνιαίος λίθος, τό ἀγκωνάρι· \камень преткновения τό πρόσκομμα, τό ἐμπόδιο· падать \каменьнем πέφτω σάν πέτρα· держать \камень за пазухой κρατώ ἐχθρα, κρατώ μνησικακία ἐναντίον κάποιου· \каменьня на \каменьне не оставить δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου (или πέτρα πάνω σέ πέτρα)· у меня \камень лежит на сердце ἔχω βάρος στήν καρδιἄ У меня \камень с души́ свалился μοδφυγε ἕνα βάρος ἀπό τήν καρδιά. -
2 камень
-мня, πλθ. камни-ейκ. παλ. каменья, -ьев а.1. πέτρα, λιθάρι., λίθος•вымостить улицу -ем λιθοστρώνω οδό•
побиение -ями λιθοβολισμός.
|| πετράδι•драгоценный камень πολύτιμος λίθος.
2. ταφόπετρα•под сим -ем лежит тело такого-то κάτω απʹ αυτή την πέτρα είναι το σώμα του τάδε.
3. μτφ. βάρος, μεγάλη θλίψη•камень на сердце у меня лежит πέτρα μου πλακώνει την καρδιά (βαρυαλγώ)•
камень свалился с груди ή спал с сердца μού φύγε ένα βάρος από μέσα (απαλλάχτηκα από βαριά θλίψη).
4. πλθ. -и (ιατρ.) πέτρα (στα νεφρά, ουροδόχο κύστη κλπ.).εκφρ.держать - за пазухой – κρύβω πέτρα στον κόρφο (είμαι έτοιμος να βλάψω κρυφά)забросать ή закидать -ими α) πετροβολώ, λιθοβολώ, β) κατακρίνω δριμύτατα, εξαπολύω μύδρους•- ня на -не не оставить – α) δεν αφήνω πέτρα πάνω στην πέτρα (καταστρέφω ολοσχερώς), β) καταρρίπτω όλα τα επιχειρήματα• κριτικάρω αλύπητα•-ем падать, упасть – κ.τ.τ. πέφτω σαν πέτρα (βαριά)•точильный камень – ακονόπετρα, ακονόλιθος•философский камень – φιλοσοφική λίθος. -
3 амазонит
(амазонский камень) мин. о αμαζονίτης λίθοςο λίθος ΑμαζόνωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > амазонит
-
4 драгоценный
драгоценный πολύτιμος \драгоценный камень το πολύτιμο πετράδι, ο πολύτιμος λίθος* * *драгоце́нный ка́мень — το πολύτιμο πετράδι, ο πολύτιμος λίθος
-
5 камень
-
6 гранат
-
7 оселок
-лка α. ακονόπετρα μακρουλή. || δοκιμαστική πέτρα, βασανίτης, δοκιμίτης, λυδί-της, λυδία λίθος. || μτφ. μέσον ελέγχου, κριτήριο, λυδία λίθος. -
8 агат
мин. о αχάτης (ημιπολύτιμος λίθος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агат
-
9 алунит
мин. о αλουνίτης, ο λίθος από στυπτηρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > алунит
-
10 бут
ο ακατέργαστος/αργός λίθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бут
-
11 галалит
(белковый пластик) о γαλά-λιθοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > галалит
-
12 гемма
ο (πολύτιμος) λίθος με σκαλισμένη εγγραφή ή ζωγραφιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гемма
-
13 гумолит
(гумусовый уголь) о λίθος του χούμου, ο χούμος κάρβουνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гумолит
-
14 камень
ο λίθ/ος, το λιθάρι, η πέτραдобывать - εξορύσσω το - о дробить - σπάζω το - о обрабатывать - κατεργάζομαι το -, επεξεργάζομαι το - оамазонский - мин. см. амазонитжёлчный - мед. о χολόλιθοςколотый - см. дроблёный -мочевой - мед. о ουρόλιθοςоловянный - мин. о κασσιτερίτηςпочечный мед. о νεφρόλιθοςотделочный - см. облицовочный -точильный - η ακονόπετρα, το ακόνιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > камень
-
15 подмога
стр. о εγκάρσιος λίθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подмога
-
16 драгоценный
драгоценн||ыйприл πολύτιμος, τιμαφλής / ἀνεκτίμητος, προσφιλέστατος (о человеке):\драгоценныйый камень ὁ πολύτιμος λίθος, ἡ πολύτιμη πέτρα. -
17 колчедан
колчеданм мин.:железный \колчедан ὁ πυρίτης λίθος (όρυκτόν)· медный \колчедан ὁ χαλκοπυρίτης. -
18 краеугольный
краеугольныйприл ἀκρογωνιαίος· ◊ \краеугольный камень ὁ ἀκρογωνιαίος λίθος, τό ἀγκο-νάρι. -
19 метеорит
метеоритм ὁ μετεωρίτης, ὁ μετεωρό-λιθος, ὁ ἀερόλιθος. -
20 нефрит
нефрит Iм мин. ὁ νεφρίτης (λίθος).нефри́т IIм мед. ἡ νεφρϊτις.
См. также в других словарях:
λίθος — stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
Λίθος κυλιόμενος φῦκος οὐ ποιεῖ. — См. Камень лежа мохом обростает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος, οὐκ ἄνθρωπός ἐστι. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος — μήτε ὧτα μήτ’ ἐγκέφαλον ἔχων. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λίθος — ο 1. πέτρα: Ο δρόμος ήταν γεμάτος λίθους. 2. πολύτιμη πέτρα: Ασχολείται με εμπόριο πολύτιμων λίθων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κογχυλιάτης λίθος — Ασβεστολιθικό πέτρωμα θαλάσσιας φάσης το οποίο αποτελείται από κελύφη κυρίως μαλακίων (ελασματοβραγχίων και γαστεροπόδων), τα οποία έχουν συγκολληθεί ισχυρά με ορυκτή κόλλα ασβεστίτη. Η όψη του είναι πολύ πορώδης, ενώ, εξεταζόμενος μακροσκοπικά,… … Dictionary of Greek
ατράγιος λίθος — Είδος πολύχρωμου θεσσαλικού μαρμάρου μεγάλης σκληρότητας, από το οποίο κατασκευάστηκαν οι μονοκόμματες κολόνες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Το μάρμαρο εξορύσσεται κοντά στο χωριό Χασάμπαλη, στον νομό Λαρίσης … Dictionary of Greek
κροκεάτης λίθος — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα, της ομάδας των πορφυριτών. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι πλαγιόκλαστο, μοσχοβίτης, αμφίβολοι και πυρόξενοι. Ο κ.λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα ως διακοσμητικό υλικό ανακτόρων, ναών, λουτρών κλπ.… … Dictionary of Greek
λυδία λίθος — Μαύρη και λεία πέτρα πυριτικής σύστασης. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε χρυσό των κοσμημάτων ή άλλων αντικειμένων. Αποτελεί μια ποικιλία ίασπι, που βρισκόταν σε αφθονία στην αρχαία Λυδία, απ’ όπου προήλθε … Dictionary of Greek
Ναξία λίθος — Πολύ σκληρή πέτρα, που χρησιμοποιείτο ως ακονόπετρα. Αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ιδιαίτερα από τον Πίνδαρο ως Ναξία ακόνα. Υποτίθεται πως η πέτρα αυτή υπήρχε στη νήσο Νάξο, αλλά αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι προερχόταν από την αρχαία… … Dictionary of Greek